- τραπεζοφόρος
- -ον,ΜΑμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρονεκκλ. επικάλυμμα τής Αγίας Τράπεζαςαρχ.1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τραπεζοφόροςδούλος που μετέφερε το τραπέζι3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τραπεζοφόρος(στην Αθήνα) ιέρεια τής Παλλάδος4. το ουδ. ως ουσ. τραπέζι με ποτά και ποτήρια., κυλικείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -φόρος* (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.